- περλίτης
- Πέτρωμα που χαρακτηρίζεται όχι τόσο από τη χημική ή ορυκτολογική του σύσταση, όσο από τη δομή του κατά «μικρές σφαίρες» (πέρλες): η δομή του αυτή οφείλεται στη συστολή, λόγω ψύξης, όταν ακόμα η μάζα του είναι σε κατάσταση τήξης έτσι σχηματίστηκαν μικρές σφαιροειδής μπάλες με συγκεντρωτικά, γενικά, στρώματα. Όταν το πέτρωμα θραυστεί μπορούν ν’ απομονωθούν οι σφαιροειδείς αυτές μάζες και να «ξεφλουδιστούν» σαν κρεμμύδι.
* * *ο, Ν1. (πετρογρ.)1. φυσική ύαλος που σχηματίστηκε από την ταχεία ψύξη ιξώδους λάβας ή μάγματος, με συγκεντρικές ρωγμές, η παρουσία τών οποίων έχει ως αποτέλεσμα τον αποχωρισμό τού πετρώματος σε μικρά κομμάτια σαν μαργαριτάρια, πέρλες2. χημ. φυλλώδες συστατικό τών χαλύβων και άλλων κραμάτων, που ὁταν παρατηρείται στο μικροσκόπιο δίνει την εντύπωση ὁτι αποτελείται από σειρές μαργαριταριών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. perlite (< πέρλα + κατάλ. -ite)].
Dictionary of Greek. 2013.